Σε γενικές γραμμές, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αύξηση του πληθωρισμού το τελευταίο ένα και πλέον έτος ήταν αντίστοιχη με αυτή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed). Άρχισε, με καθυστέρηση πολλών μηνών, να αυξάνει δραστικά τα επιτόκια, συνολικά κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες από τον Ιούλιο του 2022 έως την περασμένη Πέμπτη. H Fed έχει αυξήσει συνολικά το βασικό επιτόκιό της κατά 5,25 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά ξεκίνησε τη νομισματική σύσφιξη τέσσερις μήνες νωρίτερα από την ΕΚΤ.
Η Fed σταμάτησε το ανοδικό σερί των επιτοκίων τον περασμένο Ιούνιο για να επανέλθει με νέα αύξηση τον Ιούλιο. Την ερχόμενη Τετάρτη, οπότε συνεδριάζει ξανά, αναμένεται να διατηρήσει σταθερό το βασικό της επιτόκιο στο εύρος μεταξύ 5,25% και 5,5%, αλλά δεν αποκλείεται να επανέλθει με νέα αύξηση έως το τέλος του έτους. Η ΕΚΤ διαμήνυσε χθες ότι μάλλον δεν θα αυξήσει τα επιτόκια στην επόμενη συνεδρίαση, αλλά άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να συμβεί αυτό αργότερα, ανάλογα με τα νεότερα οικονομικά στοιχεία.
Για την ακρίβεια, μέσα από μία διπλωματική διατύπωση ανέφερε ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα και προβλέψεις για τον πληθωρισμό, η διατήρηση των επιτοκίων στα επίπεδα της Πέμπτης για αρκετό διάστημα θα συνέβαλλε σημαντικά στην επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό. Επειδή, όμως, τα δεδομένα και οι προβλέψεις αλλάζουν, η Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι η ΕΚΤ δεν λέει πως τα επιτόκια έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό τους. Για τον ίδιο λόγο, σημείωσε, ότι δεν μπορεί να λεχθεί και για πόσο διάστημα θα πρέπει να μείνουν υψηλά τα επιτόκια.
Αν αυτές είναι οι ομοιότητες, υπάρχει μία σημαντική διαφορά στο μακροοικονομικό περιβάλλον της Ευρωζώνης και των ΗΠΑ, η οποία κάνει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ πιο επώδυνη. Σε αντίθεση με την Αμερική, όπου το ΑΕΠ εξακολουθεί και εφέτος να αυξάνεται με απρόσμενα υψηλό ρυθμό, κοντά στο 2%, η οικονομία της Ευρωζώνης παραμένει ουσιαστικά στάσιμη από το δ’ τρίμηνο του 2022 και, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, αυτό αναμένεται να συνεχισθεί τουλάχιστον έως το τέλος του 2023. Η προηγούμενη πρόβλεψη για ανάκαμψη δεν επιβεβαιώθηκε, παραδέχθηκε η Λαγκάρντ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, κάθε αύξηση των επιτοκίων αποτελεί ένα ακόμη «καρφί» στο σώμα της οικονομίας που μπορεί να την ωθήσει ακόμη και στην ύφεση. Αυτό ήταν, άλλωστε, το επιχείρημα των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ που διαφώνησαν με την αύξηση των επιτοκίων.
Η Λαγκάρντ παραδέχθηκε την κατάσταση αυτή, κάνοντας λόγο για μία δύσκολη περίοδο, αλλά σημείωσε ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων έπρεπε να συνεχιστούν για να μειωθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος πλήττει ιδιαίτερα τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα. Η ΕΚΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψη για τον μέσο πληθωρισμό φέτος και το 2024 στο 5,6% και 3,2% από 5,4% και 3%, αντίστοιχα. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην άνοδο που σημειώνουν οι τιμές των καυσίμων το τελευταίο διάστημα, με τα στελέχη της ΕΚΤ να προβλέπουν μία αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου σε σχέση με την προηγούμενη πρόβλεψη του Ιουνίου. Οι τιμές για το φυσικό αέριο αναθεωρήθηκαν λίγο προς τα πάνω, ενώ οι χονδρικές τιμές για το ρεύμα αναθεωρήθηκαν πτωτικά.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να πλησιάσει τον στόχο του 2% μόλις το 2025, σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις. Η Fed είναι πιο κοντά στον στόχο του 2% καθώς τον Αύγουστο ο πληθωρισμός έτρεχε με ετήσιο ρυθμό 3,7% έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη.
‘Ακης Χαραλαμπίδης